-
1 λίχνοι
λίχνοςgluttonous: masc nom /voc plλίχνοςgluttonous: masc /fem nom /voc pl -
2 λίχνος
A gluttonous, X.Mem.1.2.2, Pl.R. 354b, Plb.3.57.7, Gal.6.716;τὰ περὶ τὴν τροφὴν λίχνοι Clitarch. 1
J.: c. gen.,τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων Epicur.Sent.Vat.69
: metaph.,λ. τὴν ψυχήν Pl.R. 579b
: [comp] Comp. - ότερος Sophr.62: [comp] Sup. - ότατος Arist.HA 594a6.2 metaph., curious, inquisitive, E. l. c.;ὄμματα λ. Call.Fr. 107
, AP12.106 (Mel.); lewd, Crates Theb.4: c. gen., curious after,τοῦ κεκρυμμένου E.Fr.1063.8
; c. inf.,λ. εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι Call.Fr. 98d
.II of things, luxurious, appetizing, ὄψα, ἐδέσματα, Gal.Anim.Pass.6. -
3 τένθης
См. также в других словарях:
λίχνοι — λίχνος gluttonous masc nom/voc pl λίχνος gluttonous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… … Dictionary of Greek